γρατζουνίζω — γρατσ(τζ)ουνίζω, γρατσ(τζ)ούνισα βλ. πίν. 33 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
αγρατζούνιστος — η, ο και αγρατζούνιγος και αγρατσούνιστος και αγρατσούνιγος και αγρατσάνιστος αυτός που δεν γρατζουνίστηκε, αυτός που δεν έπαθε γδαρσίματα, αμυχές. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητ. + γρατζουνιστός ή γρατσουνιστός ή γρατσανιστός < γρατζουνίζω ή… … Dictionary of Greek
γραπατσώνω — αρπάζω με τα νύχια, γρατζουνίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. εκφραστικός σχηματισμός του γραπώνω] … Dictionary of Greek
εκδέρω — (AM ἐκδέρω) αφαιρώ το δέρμα, γδέρνω μσν. νεοελλ. αφαιρώ τον φλοιό, ξεφλουδίζω νεοελλ. τραυματίζω επιπόλαια το δέρμα, γρατζουνίζω αρχ. δέρνω με ραβδί … Dictionary of Greek
επικνώ — ἐπικνῶ, άω (Α) 1. τρίβω, ξύνω την επιφάνεια ή πάνω σε κάτι 2. χαράζω, γρατζουνίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κνω «ξύνω»] … Dictionary of Greek
επιξέω — (Α ἐπιξέω) [ξέω] ξύνω ελαφρά την επιφάνεια ενός αντικειμένου, γρατζουνίζω αρχ. μτφ. χτενίζω, καλλωπίζω … Dictionary of Greek
επιξαίνω — ἐπιξαίνω (AM) [ξαίνω] ξύνω, γρατζουνίζω μια επιφάνεια … Dictionary of Greek
κόνις — η (ΑM κόνις, ιος, Α αττ. τ. εως και εος) σκόνη («κόνις δὲ σφ ἀμφιδεδήει κοπτομένη πλεκτοῑσιν ὑφ ἅρμασι και ποσὶν ἵππων», Ησίοδ.) νεοελλ. (τεχνολ. μεταλργ.) στερεά ουσία που έχει λειοτριβηθεί ή αλεστεί και βρίσκεται σε λεπτότατο διαμερισμό αρχ. 1 … Dictionary of Greek
σκορπιός — I (Αστρον.). Αστερισμός που βρίσκεται στο νότιο ημισφαίριο, ανάμεσα στο Ζυγό και στον Τοξότη. Αποτελείται από πολλά λαμπρά αστέρια, δεύτερου και τρίτου κυρίως μεγέθους, το σύνολο των οποίων σχηματίζει το σχήμα του σκορπιού. Το λαμπρότερο απ’ αυτά … Dictionary of Greek